Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

     Τόσο η ιστορία όσο η Εκκλησία υπήρξαν φειδωλές στον χαρακτηρισμό του «Μεγάλου». Ελάχιστοι έλαβαν τον τίτλο «Μέγας». Ένας από αυτούς υπήρξε ο κορυφαίος άγιος της Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έλαβε επάξια αυτόν τον τίτλο, διότι σφράγισε με την προσωπικότητά του την ιστορία σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικές φάσεις της ανθρωπότητας.

      Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν ονομαστός ρήτορας της περιοχής και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος αριστοκρατικής ρωμαϊκής οικογένειας. Ήταν ένθερμοι Χριστιανοί. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γιαγιά του Μακρίνα, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Αυτή τον μύησε στην χριστιανική ευσέβεια. Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά, τα περισσότερα είχαν αφιερωθεί στη διακονία της Εκκλησίας (Γρηγόριος Νύσσης, ασκητής Ναυκράτιος, μοναχή Μακρίνα, Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας).

        Οι ευκατάστατοι γονείς τους φρόντισαν να δώσουν στα παιδιά τους, εκτός από την ευσέβεια και σπουδαία μόρφωση. Ο Βασίλειος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη. Το 351έφτασε στην Αθήνα για να τελειοποιήσει τις σπουδές του στη γεωμετρία, την αστρονομία, την φιλοσοφία, την ρητορική, την ιατρική και την γραμματική. 


Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια ως το 355. Εκεί συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Διέφερε από όλους τους άλλους φοιτητές για τις αρετές του και την αυστηρή ασκητική ζωή του. Λέγεται πως ο καθηγητής του Εύβουλος εντυπωσιάστηκε από αυτόν και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Μαζί με το Γρηγόριο είχαν ιδρύσει στην κατείδωλη Αθήνα χριστιανικό φοιτητικό όμιλο και είχαν σημαντική ιεραποστολική δράση.

      Το 356 επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια και άσκησε για λίγο το επικερδές επάγγελμα του δικηγόρου και του δασκάλου της ρητορικής. Το 358, ύστερα από το θάνατο του αδελφού του Ναυκράτιου και την παρότρυνση της αδελφής του Μακρίνας, αφού έλαβε το Άγιο Βάπτισμα, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αφού μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς και στην Εκκλησία, ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία σε ονομαστά μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, Συρίας, Αιγύπτου και Μεσοποταμίας για να γνωρίσει αγίους ασκητές και να μυηθεί στην αληθινή μοναχική ζωή.  Το 360 αποσύρθηκε μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό σε ερημητήριο στον Πόντο, στις όχθες του Ίρη ποταμού να μονάσουν. Εκεί έμεινε ως το 363 προσευχόμενος και συγγράφοντας τα σημαντικότερα έργα του και μαζί τους περίφημους «Κανονισμούς δια τον μοναχικόν βίον», οι οποίοι έγιναν ο οδηγός του κατοπινού κοινοβιακού μοναχισμού.

      Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε ως την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο επίσκοπος Ευσέβιος τον κάλεσε και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ο Βασίλειος επέδειξε τεράστια ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Το 370, όταν πέθανε ο Ευσέβιος και κατ’ επιταγή του λαού, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος πλέον ο Βασίλειος, εγκαινιάζει ένα κολοσσιαίων διαστάσεων ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Ανέλαβε δράση κατά των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη. Αντιμετώπισε με σθένος και αποτελεσματικότητα την απόπειρα του Ουάλη  και των ομοφρόνων του, να επιβάλουν στην επισκοπή του τον αιρετικό αρειανισμό. Παράλληλα καθάρισε την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς.

       Αξιοθαύμαστο και πρωτόγνωρο για την εποχή του υπήρξε το κοινωνικό έργο του. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι Χριστιανοί. Πλήθος εθελοντών προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και ανάμεσά τους ο άγιος Επίσκοπος Βασίλειος, εργαζόταν ως ιατρός.  

Περιτομή του Κυρίου

Χριστοῦ περιτμηθέντος, ἐτμήθη Νόμος.
Καὶ τοῦ Νόμου τμηθέντος, εἰσήχθη Χάρις.


Βιογραφία
Ο Μωσαϊκός νόμος, διέταζε την περιτομή των αρσενικών παιδιών ('Εξοδ. ΙΒ' 43-49), (Γεν. ΙΖ' 9-19), η οποία γινόταν κατά την ογδόη ημέρα από αυτή της γέννησης του παιδιού (Λευιτ. ΙΓ' 3). Η τελετή αυτή έπαιρνε μέρος μέσα σε κτίριο της Συναγωγής, το πρωί, παρουσία δέκα τουλάχιστον προσώπων. Έτσι και η περιτομή του βρέφους Ιησού έγινε στη Συναγωγή της Βηθλεέμ. Η χειροποίητος αυτή περιτομή στο σώμα ήταν τύπος, που συμβόλιζε την περιτομή της καρδιάς, ενεργούμενης απ' ευθείας υπό του Θεού (Δευτ. Γ 16, Λ'6). Για τη δεύτερη αυτή περιτομή, την αχειροποίητο, ο απ. Παύλος διδάσκει: «Περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδυθεί του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού, συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι» (Κολ. Β' 11-12). Δηλαδή, λέει ο απ. Παύλος, περιτμηθήκατε και με περιτομή πνευματική, που ενεργείται απ' το Άγιο Πνεύμα. Και συνίσταται στο γδύσιμο και την αποβολή του σώματος, που δούλεψε στις αμαρτίες της σάρκας. Το γδύσιμο δε αυτό είναι η περιτομή, που πήρατε από τον Χριστό, όταν θαφτήκατε μαζί Του, δια του Αγίου Βαπτίσματος. Το Βρέφος όμως της φάτνης, αφού γεννήθηκε με τον Παλαιό Νόμο, έπρεπε να υποβληθεί και Αυτό στον τύπο, ο οποίος είχε δικαίωμα να ισχύει μέχρι της καταργήσεως του. Η περιτομή την οποία εορτάζουμε και τιμούμε ως Δεσποτική εορτή είναι η απάντηση σε όσους ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς εγεννήθη κατά φαντασίαν. Μετά την περιτομή επέστρεψε στην οικία Του, ζώντας ανθρώπινα και «προκόπτων εν ηλικία και σοφία και χάριτι».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.

Μεγαλυνάριον
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Άγιος Μακάριος ο Καλογεράς ο Διδάσκαλος του Γένους

Χαίρε το άστρον της ευσεβείας.
Χαίρε πολιτείας αρίστης παράδειγμα.
Χαίρε μύρον ευωδέστατον των αγίων αρετών.
Χαίρε ότι υπάρχεις τοις εν Πάτμω ευχέτης.
Χαίρε ηθών οσίων διδάσκαλος.
Χαίρε λαμπρός Πατμιάδος κοσμήτωρ.
Χαίροις Πάτερ  Μακάριε

 Τα πρώτα χρόνια
Ο Αγιος Μακάριος ο Καλογεράς, ο Εθνοδιδάσκαλος γεννήθηκε στην Πάτμο το 17ο αιώνα και ήταν γόνος εύπορης και άκρως επιφανούς οικογένειας. Μολαταύτα, λίγα στοιχεία μας είναι γνωστά για τα παιδικά του χρόνια. Δεν γνωρίζουμε καν το Βαπτιστικό του όνομα με σιγουριά ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα των γονέων του. Ακόμη και η χρονολογία γέννησής του μας είναι άγνωστη! Ο Μ. Μαλανδράκης φράφει ότι  «...τεκμαίρομεν ότι εγεννήθη μικρόν μετά την ογδόην δεκάδα της ιζ’ εκατονταετηρίδος».
Οι σπουδές
Σε νεαρή ηλικία πήγε στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Όπως περιγράφει ο μαθητής του και καλύτερος βιογράφος του, Αλέξανδρος Τυρναβίτης, «εξ απαλών ονύχων την πατρίδα καταλιπών έρωτι παιδείας, απήρεν εις Βασιλεύουσαν». Ο χρόνος των σπουδών του τοποθετείται περί τα έτη 1692-1707.  Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή πλησίον θαυμαστών διδασκάλων, ιδιαίτερα «παρά τους πόδας» του σοφού Ιακώβου Μάνου, του οποίου η διδασκαλία απευθυνόταν και στη διάνοια και στην ψυχή του Μακαρίου, με αποτέλεσμα να σφυρηλατηθεί μεταξύ τους, ένας ακατάλυτος δεσμός, φιλίας και αλληλοεκτίμησης. Οι σπουδές του υπήρξαν λαμπρές. Τα Θεολογικά, γράμματα, η Φιλοσοφία, τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά, η Γεωγραφία, η Κοσμογραφία, η Αστρονομία και περισσότερο η Βυζαντινή Μουσική, ήταν το γνωστικό αντικείμενο  στο οποίο εντρύφησε. Μάλιστα, λόγω της έφεσής του προς τη Βυζαντινή Μουσική και της Ιεροψαλτικής του δεινότητας, διηκόνησε, για κάποιο διάστημα και το Ιερό Αναλόγιο του Πατριαρχικού Ναού, πέραν των Διακονικών του καθηκόντων.
Σημαντικό ρόλο στην πνευματική του ζωή έπαιξε ο περίφημος και γνωστός Ιεροκήρυκας,  ο Ιερομόναχος Αγάπιος Βουλισμάς, ο οποίος με τα ιεραποστολικά του ταξίδια  σε όλη την υπόδουλη Χώρα, εξομολογούσε και δίδασκε το Γένος. Ο Μακάριος έτρεφε απέραντο σεβασμό στον πνευματικό του. Αυτός του εμφύσησε την υπέρμετρη αγάπη, για την Ορθοδοξία και το Γένος. Αλλά, και ο πνευματικός του, τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε απεριόριστα, για τον ζήλο του και την προσήλωσή του προς τα ιδεώδη της πίστεως και της Πατρίδος.
Μετά το τέλος των πολυετών σπουδών του υπηρέτησε ως Διάκονος πλάι στο Μητροπολίτη Νικομήδειας Παρθένιο, ο οποίος βλέποντας τα χαρίσματά του, τον πίεζε να παραμείνει κοντά του και να τον αναδείξει διάδοχό του. Ενεκα των πνευματικών και μορφωτικών του προσόντων, του λαμπρού Εκκλησιαστικού του ήθους, αλλά και της αγάπης του και του σεβασμού του προς την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, δεχόταν πιέσεις, να παραμείνει στην Πατριαρχική Αυλή, προκειμένου να αναδειχθεί στα ανώτατα Εκκλησιαστικά αξιώματα. Πολλοί τον προέτρεπαν να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ευρώπη. Όμως πόθος και σκοπός  του ήταν, να επιστρέψει στην Πατρίδα του.
Επιστρέφει στην Πάτμο-Ίδρυση Πατμιάδος Σχολής του Γένους
Η οριστική επιστροφή του στην Πάτμο έγινε το 1713, όμως δεν εγκαταστάθηκε στη γαιραρά Μονή του Θεολόγου αλλά προτίμησε να εγκατασταθεί στο Κάθισμα της Ιεράς Αποκαλύψεως, όπου ίδρυσε τη Σχολή του από το 1713 ακόμη, στοχεύοντας στο να συνδυάσει την άσκηση με την ακαδημαική ενασχόληση και μόρφωση των υποδούλων συμπατριωτών του. Η Σχολή αρχικά ονομάστηκε «Φροντιστήριον του Μακαρίου» ή «Σχολή του Διδασκάλου Μακαρίου» ή «Σχολή της Αποκαλύψεως» και εν τέλει «Πατμιάς του Γένους Εκκλησιαστική Σχολή.
Η αγιαστική και παιδαγωγική δύναμη του Ι. Σπηλαίου, ο Ναός του οποίου εξυπηρετούσε, σε καθημερινή βάση, τις θρησκευτικές ανάγκες των διδασκάλων και των μαθητών και διέπλαθε τον χαρακτήρα τους, στάθηκε καθοριστική στήν «κατ΄ άνθρωπον παιδεία και την κατά Θεόν προκοπή τους». Σ΄ αυτό το περιβάλλον συμβάδισαν και αλληλοδέθηκαν, όσο πουθενά αλλού,  η ακαδημαϊκή παιδεία με την κατά Θεόν κατάρτιση και την αληθινή Θεογνωσία.
Για τον ίδιο τον διδάσκαλο Μακάριο, το Ιερό Σπήλαιο ήταν ο πνευματικός στίβος, στον οποίο αγωνίσθηκε τους πολύμορφους αγώνες του. Κάτω από τον Θεολάξευτον αυτόν βράχο, σε όλη του τη ζωή, προσευχόταν και έψαλλε, κήρυττε το λόγο του Θεού και υπηρετούσε ευλαβικά ως διάκονος στο Ιερό Θυσιαστήριο, ενώ στο ταπεινό ασκητικό  κελλάκι του, διεξήγαγε τα ασκητικά του παλαίσματα, προσπαθώντας  να επιτύχει έναν βίο αρετής  και τελειότητας, υπομένοντας σαν αληθινός νεομάρτυρας της Εκκλησίας, με χαρά και εγκαρτέρηση τους πόνους  των ποικίλων ασθενειών του. Ταυτόχρονα, από την έδρα της Σχολής του, δίδασκε και γαλουχούσε τους μαθητές του, με τα νάματα της πατρώας παιδείας και της Ευαγγελικής αλήθειας.
Από την πρώτη εποχή της λειτουργίας της Πατμιάδας, προσήλθαν πολλοί μαθητές, όχι μόνο από το ίδιο το νησί, αλλά και από άλλα μέρη, όπως από την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία, τη Μικρά Ασία κλπ. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες λειτουργούσε η Σχολή (συγκοινωνίες, πειρατές στο Αιγαίο, λοιμοί και  λιμοί, έλλειψη οικονομικών πόρων), μπορούμε να πιστεύουμε ακράδαντα, ότι ήταν ένα θαύμα!
Ακάματος, άυπνος, φρόντιζε νυχθημερόν για  την υγεία των σπουδαστών, για τη διαμονή τους, για τη σίτισή τους, για την εξεύρεση οικονομικών πόρων, δεδομένου ότι τα μαθήματα στη σχολή παρέχονταν δωρεάν σε όλους τους μαθητές, κάτι το εξαιρετικά σπάνιο για τα δύσκολα εκείνα χρόνια του υπόδουλου Γένους! Για τις ανάγκες των διδασκόντων και των διδασκομένων, δημιούργησε βιβλιοθήκη με τα  βιβλία του και με άλλα τα οποία του έστελλαν γνωστοί του, κυρίως από τη Πόλη, από την Χίο και από άλλα μέρη.
Εσκυβε με μεγάλο ενδιαφέρον επάνω από τον κάθε έναν, προσωπικά. ΄Ηταν πραγματικά ο φύλακας άγγελός τους, σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους ανάγκη, σε κάθε τους δυσκολία.
Βέβαια, μαθητές οι οποίοι δεν τηρούσαν το πρόγραμμα της Σχολής, ή ήταν αποδεδειγμένα «ανεπίδεκτοι μαθήσεως», απεμακρύνοντο από τη Σχολή, άσχετα αν είχαν υψηλή προστασία από συγγενείς και άλλους Εκκλησιαστικούς, ή λοιπούς Ηγέτες, ή ήσαν φίλοι και αρωγοί στο έργο του Μακαρίου. Ποτέ όμως δεν έλλειψε από τις ενέργειές του αυτές η αγάπη και το ενδιαφέρον του. Φρόντιζε να εφοδιάζει τους νέους αυτούς, με τα απαιτούμενα χρήματα της επιστροφής τους στις εστίες τους, παρακολουθούσε την εξέλιξή τους και τους ενισχυε με τις συμβουλές του.
 
Στον γρανιτένιο βράχο του Ιερού Σπηλαίου της Αποκαλύψεως, καλλιεργήθηκε ο σπόρος, ώστε να βλαστήσουν ΄Αγιοι και Μάρτυρες, Κληρικοί και λαϊκοί, όπως ο ΄Αγιος Γεράσιμος, ο ΄Αγιος Γρηγόριος ο Ε΄,
o Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο ΄Αγιος Δωρόθεος, ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, ο ΄Αγιος Κοσμάς ο Λήμνιος, ο Θεόφιλος Παγκώστας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο πρωτεργάτης της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Ιωάννης Θέμελης και πλείστοι άλλοι οι οποίοι έδωσαν τα πάντα για την Εκκλησία και την Πατρίδα. Η Πατμιάδα ήταν η φωλεά μέσα στην οποία γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν το Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό φρόνημα και η φιλοπατρία σε πολύ, πολύ υψηλό βαθμό.

«κατά Λατίνων άριστος σφενδονιστής εις άκρον»

Τον ΄Αγιό μας διακατείχε  σε όλη του τη ζωή, μεγάλη αγωνία για την απαιδευσία του Γένους μας. Την κατάσταση αυτή  θεωρούσε φοβερή συμφορά για τον  Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Η αγραμματοσύνη θα οδηγούσε σταδιακά, στην απώλεια  της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και την αδυναμία περιφρούρησης της ορθόδοξης πίστης τους. Την εθνική μας συνείδηση, την επιβουλευόταν ο κατακτητής, τη δεύτερη,  ο άπληστος προσηλυτισμός  τον οποίον εξασκούσαν  οι Φραγκολατίνοι. Στάθηκε εμπόδιο στις ορέξεις των Δυτικών, να αλώσουν την Ορθοδοξία. Μια σειρά γεγονότων, τον έφεραν σε ανοιχτή σύγκρουση  μαζί τους, κατά την οποία αποδείχτηκε «ζηλωτής υπέρμαχος πίστεως της αμώμου, κατά Λατίνων άριστος σφενδονιστής εις άκρον» όπως τον ονομάζουν σε Αγιορείτικο χειρόγραφο!  Γι΄αυτό και τον μίσησαν.  Γι΄ αυτό και τον πολέμησαν και μετά τον θάνατό του. Είναι γεγονός ότι το μνημειώδες έργο του «Ευαγγελική Σάλπιγξ», μόλις κυκλοφόρησε, οι Λατίνοι του έκαναν γενική κατάσχεση, το έριξαν στην πυρά και το κατέκαυσαν μέσα στην πλατεία του Αγ. Μάρκου της Βενετίας. Μέχρι σήμερα το έργο αυτό, σημειώνεται από τους ίδιους ως ένα από τα πιο ελεγκτικά των παπικών καινοτομιών. Σε αυτό, ο Εθνοδιδάσκαλος εκτός της αναίρεσης των καινοτομιών αυτών, εγκωμιάζει την Ορθόδοξο Ανατολική Εκκλησία για το ότι κατέχει την αλήθεια, την τηρεί επίζηλα και γι’αυτό υποφέρει τις δυσκολίες των καιρών. Κι όλα αυτά ενώ έδειχνε ανυπόκριτη αγάπη σε όλους ανεξαιρέτως, είτε ήταν Ορθόδοξοι είτε όχι!