Β΄ Τιμ. γ΄ 10-15
Τέκνον Τιμόθεε,
10 Σὺ δὲ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ,
11 τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾿Αντιοχείᾳ, ἐν ᾿Ικονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος.
12 καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται·
13 πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι.
14 σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες,
15 καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.
Μετάφραση
Παιδί μου Τιμόθεε,
10 Εσύ όμως
παρακολούθησες τη διδασκαλία μου, τη διαγωγή, την πρόθεση, την πίστη, τη
μακροθυμία, την αγάπη, την υπομονή,
11 τους διωγμούς, τα
παθήματα, τι είδους μου συνέβηκαν στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. τι
είδους διωγμούς υπέφερα και από όλους με έσωσε ο Κύριος.
12 Αλλά και όλοι όσοι
θέλουν να ζουν ευσεβώς στο Χριστό Ιησού θα καταδιωχτούν.
13 Ενώ κακοί άνθρωποι
και απατεώνες θα προκόψουν στο χειρότερο πλανώντας και πλανώμενοι.
14 Εσύ όμως μένε σ’ αυτά
που έμαθες και πείστηκες, επειδή ξέρεις από ποιους τα έμαθες.
15 και γιατί ξέρεις από
βρέφος τα Ιερά Γράμματα, τα οποία δύνανται να σε κάνουν σοφό στη σωτηρία μέσω
της πίστης που είναι στο Χριστό Ιησού. Ευαγγελική περικοπή
Ἡ θαυμαστὴ
ἁλιεία καὶ
οἱ πρῶτοι
μαθηταί
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ, ε´ 1 - 11
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
Ὡς
δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος
καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα
ὑμῶν
εἰς ἄγραν.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ
Σίμων εἶπεν αὐτῷ·
ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης
τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν
ἐλάβομεν·
ἐπὶ
δὲ τῷ
ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων
πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ
δίκτυον αὐτῶν.
Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν
τῷ ἑτέρῳ
πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς·
καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν
ἀμφότερα
τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.
Ἰδὼν δὲ Σίμων
Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων·
ἔξελθε ἀπ᾿
ἐμοῦ,
ὅτι ἀνὴρ
ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν
καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ
ἐπὶ
τῇ ἄγρᾳ τῶν
ἰχθύων
ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως
δὲ καὶ Ἰάκωβον
καὶ Ἰωάννην,
υἱοὺς
Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν
κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι.
Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν
ἀνθρώπους ἔσῃ
ζωγρῶν.
Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν
γῆν, ἀφέντες
ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Ἀπόδοση
στη νεοελληνική:
Τον
καιρό ἐκείνο, καθώς
στεκόταν ὁ Ἰησοῦς κοντὰ εἰς
τὴν λίμνην τῆς Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοιάρια κοντὰ εἰς
τὴν λίμνην, ἀλλ’ οἱ ψαράδες εἶχαν βγῆ καὶ ἔπλεναν
τὰ δίχτυα. Ἐμπῆκε
εἰς ἕνα
ἀπὸ
τὰ πλοιάρια τὸ ὁποῖον ἀνῆκε
εἰς τὸν Σίμωνα καὶ τὸν
παρεκάλεσε νὰ ἀπομακρυνθῇ λίγο ἀπὸ
τὴν ξηράν. Τότε ἐκάθησε καὶ ἐδίδασκε
τὰ πλήθη ἀπὸ
τὸ πλοιάριον.
Μόλις
ἔπαυσε νὰ μιλῇ, εἶπε εἰς τὸν Σίμωνα, «Πήγαινε εἰς τὰ βαθειὰ καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας για ψάρεμα». Καὶ ὁ
Σίμων ἀπεκρίθη, «Διδάσκαλε,
ὅλην τὴν νύχτα ἐκοπιάσαμε χωρὶς νὰ πιάσωμε τίποτε. Ἀλλ’ ἐπειδὴ σὺ
τὸ λές, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Ὅταν τὸ ἔκαναν,
ἔπιασαν πολλὰ ψάρια, καὶ τὸ
δίχτυ τους ἄρχισε νὰ σχίζεται. Καὶ ἔκαναν
νεύματα εἰς τοὺς συντρόφους των ποὺ ἦσαν
εἰς τὸ ἄλλο
πλοιάριον, νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς βοηθήσουν· καὶ ἦλθαν
καὶ ἐγέμισαν καὶ τὰ
δύο πλοιάρια, ὥστε νὰ κινδυνεύουν νὰ βυθισθοῦν. Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε εἰς τὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε,
«Φύγε ἀπ’ ἐδῶ,
Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Αὐτὸ
τὸ εἶπε
διότι ἐξεπλάγη καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι
ὅσοι ἦσαν μαζί του μὲ τὰ
ψάρια ποὺ ἔπιασαν, ἐπίσης καὶ ὁ
Ἰάκωβος καὶ ὁ
Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συνεταῖροι τοῦ Σίμωνος. Καὶ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Σίμωνα, «Μὴ φοβᾶσαι· ἀπὸ
τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ πιάνῃς ἀνθρώπους».
Καὶ ὅταν
ἔφεραν τὰ πλοιάρια εἰς τὴν ξηράν, τὰ ἄφησαν
ὅλα καὶ τὸν
ἀκολούθησαν.
Η θαυμαστή αλιεία
Ο σκοπός του θαύματος
Ο Κύριος
περιδιαβαίνει την ακρογιαλιά της Γαλιλαίας και τα πλήθη τρέχουν με πόθο
κοντά του. Και καθώς βλέπει δυο μικρά πλοία αραγμένα στη λίμνη, μπαίνει
σ’ ένα από αυτά· είναι το πλοίο του Σίμωνα. Και τον παρακαλεί να το
σύρει λίγο πιο μέσα στη λίμνη για να διδάξει τα πλήθη μέσα από το πλοίο
αυτό. Όταν τελείωσε τη διδασκαλία του ο Κύριος, λέει στον Σίμωνα: Φέρε
πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίχτυα σας. Ο Σίμων
όμως με έκπληξη του αποκρίνεται: Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε
ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το λες εσύ, θα
ρίξω το δίχτυ. Και το θαύμα που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακό. Το δίχτυ
τους γέμισε τόσο πολλά ψάρια, ώστε άρχισε να σχίζεται. Οι ψαράδες τότε
φώναξαν αμέσως τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο, να
βοηθήσουν να σύρουν το δίχτυ επάνω. Αλλά τα ψάρια ήταν τόσο πολλά, ώστε
τα δυο πλοία κινδύνευαν να βυθισθούν.
Τι νόημα
όμως είχε αυτό το τόσο εντυπωσιακό θαύμα; Και γιατί ο Κύριος πριν το
επιτελέσει ζήτησε από τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτυα τους και μάλιστα
σε ακατάλληλη ώρα; Διότι ο Κύριος μέσα από το θαύμα αυτό ήθελε να
διδάξει πολύ μεγάλες αλήθειες στους ψαράδες της Γαλιλαίας, τους οποίους
σε λίγο θα καλούσε να γίνουν αλιείς ανθρώπων και να σαγηνεύουν στα
πνευματικά τους δίχτυα όλη την οικουμένη. Αυτό το θαύμα ήταν τύπος της
πνευματικής αλιείας τους. Και έπρεπε να χαραχθεί βαθιά στην ψυχή τους.
Έπρεπε να το θυμούνται πολύ καλά οι Απόστολοι του Κυρίου όταν αργότερα
στο τιτάνιο έργο τους θα συναντούσαν δυσκολίες και απογοητεύσεις. Να
θυμούνται και να συναισθάνονται ότι στην πνευματική τους διακονία χωρίς
τον Κύριο δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν, ενώ με τη δική του
δύναμη θα μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Άδεια τα δίχτυα χωρίς την
ευλογία του. Γεμάτα όταν τα ευλογούσε ο Χριστός.
Έπρεπε ακόμη
να καταλάβουν οι μαθητές μέσα από το θαύμα αυτό ότι για να έχουν
καρποφορία στο έργο τους θα έπρεπε να έχουν τυφλή υπακοή στα προστάγματα
του Κυρίου. Ακόμη και σ’ αυτά που δεν κατανοούσε η περιορισμένη τους
λογική. Και να μην υπολογίζουν κόπο και θυσίες. Αυτοί να δίνουν το χρόνο
τους, τον κόπο τους και τη ζωή τους στην υπηρεσία του Κυρίου, για να τα
μεταχειρισθεί όπως Αυτός ήθελε· έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος θα
επιβραβεύει τη θυσία τους, την πρόθυμη υπακοή τους, την αδιάσειστη πίστη
τους στη δύναμή του.
Συναίσθηση αμαρτωλότητος
Όταν είδε ο
Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστο πλήθος των ψαριών, έπεσε στα
γόνατα του Χριστού και είπε: Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα,
Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και δεν είμαι άξιος να Σ’ έχω στο
πλοίο μου. Ο Κύριος όμως τον καθησύχασε και του είπε: Μη φοβάσαι. Από
τώρα θα σαγηνεύεις ανθρώπους, τους οποίους με το κήρυγμά σου θα οδηγείς
στη σωτηρία. Κατόπιν αφού όλοι μαζί οι ψαράδες επανέφεραν τα πλοία στη
στεριά, άφησαν τα πάντα και Τον ακολούθησαν.
Η στάση όμως
του αποστόλου Πέτρου μας δημιουργεί κάποιον προβληματισμό. Γιατί αντί
να πανηγυρίσει για το μεγαλειώδες θαύμα, παρακάλεσε τον Κύριο να φύγει
από το πλοίο του; Αυτός που από τα παιδικά του χρόνια περίμενε τον
Μεσσία, τώρα Του ζητά να φύγει από τη ζωή του; Ασφαλώς το αίτημα του
Πέτρου δεν εκφράζει μια διάθεση αρνήσεως και αποδιώξεως του Χριστού.
Αντίθετα. Ο άδολος αυτός ψαράς της Γαλιλαίας ένιωσε την ώρα εκείνη ένα
φοβερό συγκλονισμό στην ψυχή του. Κατάλαβε μέσα στην ευλογία του
θαύματος ότι δεν έχει μπροστά του έναν απλό άνθρωπο, αλλά ένα μοναδικό
διδάσκαλο που έχει θεία δύναμη. Και αισθανόμενος το μεγαλείο του δεν
αντέχει να ατενίσει το θεϊκό του πρόσωπο, αλλά πέφτει συντετριμμένος και
Τον προσκυνά. Διότι αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο της παρουσίας του.
Αισθάνεται του Χριστού την αγιότητα και τη δική του μικρότητα και
αμαρτωλότητα.
Αυτό ακριβώς
συμβαίνει σε κάθε πνευματικό άνθρωπο κάθε φορά που αισθάνεται
ιδιαιτέρως έκδηλη την ευλογία του Θεού στη ζωή του. Είναι ένα βίωμα που
το νιώθουμε οι πιστοί καθώς βρισκόμαστε σε μία ιερή ώρα της λατρείας ή
σε στιγμές που αισθανόμαστε τον Θεό ολοζώντανο στη ζωή μας, και
αφυπνίζεται η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας. Μας συνέχει τότε ο φόβος
του Θεού. Τρέμουμε, φοβόμαστε την παρουσία του Θεού, αλλά ταυτόχρονα
και την ποθούμε και τη λαχταρούμε. Πώς να πλησιάσουμε τον πάναγνο Κύριο
οι ρυπαροί και ανάξιοι; Αισθανόμαστε πόσο αμαρτωλοί είμαστε και ότι δεν
αξίζουμε των ευλογιών του Κυρίου. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουμε ίσως
είναι ότι όσο περισσότερο αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, τόσο
περισσότερο ελκύουμε το έλεος και την αγάπη του Κυρίου. Γι’ αυτό ας
στεκόμαστε με δέος και φόβο ενώπιόν του και ας Τον παρακαλούμε ταπεινά
και ολοκάρδια να μη φύγει ποτέ από κοντά μας λόγω της μεγάλης
αμαρτωλότητός μας, αλλά να μένει πάντοτε στη ζωή μας και να την γεμίζει
με τις ευλογίες του.
Ο Σωτήρ, 1985
Το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου