Άγιος Ευφρόσυνος ο Μάγειρος - 11 Σεπτέμβρη
Ὑπῆρξε ἀγράμματος, ἀλλὰ ἀληθινὰ εὐσεβὴς καὶ πιστός. Ἔκανε οἰκονομίες μὲ στερήσεις τοῦ ἐαυτοῦ του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ
κάνει ἐλεημοσύνες. Τὸ ἐπάγγελμά του, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει πρῶτος τὰ
καλύτερα φαγητά. Αὐτὸς ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μεταχειριστεῖ ποτέ.
Ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ χόρτα καὶ τὶς ἐλιές του, τὴν στιγμὴ ποὺ
ἔβραζαν ἢ ἕψηναν μπροστὰ του τὰ ὀρεκτικότερα κρέατα καὶ τὰ
προκλητικότερα ψάρια.
Κατόπιν ὁ Εὐφρόσυνος πῆγε σὲ μοναστῆρι, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἐξασκοῦσε τὸ
ἔργο τοῦ μαγείρου. Ἀλλὰ αὐτός, ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι στὰ κοσμικὰ ξενοδοχεῖα,
στὸ μοναστῆρι ἔφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σὲ μερικοὺς ποὺ τὸν
εἰρωνεύονταν γι’ αὐτὴ του τὴν κατάσταση, ὁ Εὐφρόσυνος μὲ πραότητα
ἀπαντοῦσε: «Ἡ καλὴ μαγειρικὴ δὲν εἶναι τόσο καλὸς βοηθὸς γιὰ
τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν πολλὴ εὐφροσύνη ποὺ ζητοῦν τὰ σώματα, θὰ
τὴν χάσουν κατ’ ἀνάγκην οἱ ψυχές. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἐδῶ προορισμὸ νὰ σᾶς
κολάσω».
Σε εκείνο το
μοναστήρι ζούσε και ένας ιερέας, που επί τρία χρόνια μέσα από προσευχές και
νηστείες παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τα αγαθά που ετοιμάστηκαν για
εκείνους που Τον αγαπούν. Έπειτα από αρκετό καιρό, ο ιερέας είδε στον ύπνο του
πως
βρέθηκε σε ένα πανέμορφο μέρος, το οποίο έμοιαζε σαν περιβόλι. Ο τόπος αυτός
ήταν γεμάτος με δέντρα, λουλούδια και νερά που έτρεχαν και πραγματικά θύμιζε
τον παράδεισο. Τότε, άρχισε να αναρωτιέται τίνος είναι αυτό το περιβόλι.
Ξαφνικά, είδε μπροστά του τον Ευφρόσυνο, τον μάγειρα της μονής, και έκπληκτος
τον ρώτησε: «Ευφρόσυνε, πώς βρέθηκες εδώ, Τίνος είναι αυτός ο κήπος;». «Αυτός ο
κήπος», απάντησε ο μάγειρας, «είναι για όσους αγαπούν τον Θεό». «Κι εσύ τι
κάνεις εδώ;», ξαναρώτησε ο ιερέας. «Με τη χάρη του Θεού εδώ μένω, πάτερ μου,
και είμαι ο φύλακας του κήπου», απάντησε ο Ευφρόσυνος. «Τότε δώσε μου κάτι απ’
όλα αυτά τα αγαθά», αντιπρότεινε ο ιερέας. «Πάρε ό,τι θέλεις», απάντησε εκ νέου
ο Ευφρόσυνος. Ο ιερέας είπε: «Θα ήθελα τούτα τα μήλα», δείχνοντάς του ένα κλαδί
με τρία μεγάλα μήλα. Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε και του τα έδωσε. Εκείνη τη στιγμή,
ο ιερέας ξύπνησε απότομα από τον ήχο της καμπάνας του μοναστηρίου, που καλούσε
τους μοναχούς για την Ακολουθία του Όρθρου.
Καθώς
σηκώθηκε για να ετοιμαστεί, είδε πάνω στο πανωφόρι του, ακουμπισμένα,
τα τρία μήλα που του έδωσε στον ύπνο του ο μοναχός. Αμέσως ευχαρίστησε
τον Θεό και κατευθύνθηκε προς τον ναό. Εκεί βρήκε τον Ευφρόσυνο και τον
πλησίασε γρήγορα για να μάθει πού βρισκόταν όλη τη νύχτα. Εκείνος τότε
του είπε: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, μα πουθενά δεν πήγα όλη τη νύχτα». Ο
ιερέας, όμως, επέμεινε, λέγοντάς του πως δεν έπρεπε ν’ αποκρύπτει την
αλήθεια του Θεού. Τότε ο Ευφρόσυνος του απάντησε ως εξής: «Πάτερ μου,
ήμουν εκεί που βρίσκονται τα αγαθά που μέλλουν να κληρονομήσουν οι
αγαπώντες τον Θεό, τα οποία κι εσύ, προ πολλών χρόνων, ζήτησες να δεις.
Βρισκόμουν εκεί που είδες κι εμένα, απολαμβάνοντα τα αγαθά του
περιβολιού. Διότι θέλοντας ο Kύριος να πληροφορήσει την αγιοσύνη σου
περί των ζητουμένων αγαθών των δικαίων, έπραξε διά εμού του ταπεινού
τούτο το θαυμαστό». «Και τι μου έδωσες;» ρώτησε ο ιερέας, επιθυμώντας να
σιγουρευτεί ακόμα περισσότερο: «Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, τα οποία
εσύ έβαλες στο κρεβάτι σου. Όμως συγχώρα με, πάτερ, διότι εγώ είμαι ένα
σκουλήκι και όχι άνθρωπος».
Ο ιερέας, εκστασιασμένος, ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό και ασπάστηκε
τον Άγιο Ευφρόσυνο. Όταν τέλειωσε η λειτουργία, κάλεσε όλους τους
μοναχούς για να τους διηγηθεί όλα όσα συνέβησαν. Ακούγοντας την ιστορία
του ιερέα, οι μοναχοί θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, αλλά και τον
Ευφρόσυνο. Εκείνος, θέλοντας να αποφύγει τη δόξα, διέφυγε από την πλαϊνή
πόρτα της μονής, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Λέγεται,
μάλιστα, ότι από τότε δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο μοναστήρι. Σύμφωνα με
τον βίο του Αγίου, τα τρία αυτά μήλα ήταν θαυματουργά, καθώς όποιος
άρρωστος έφαγε από αυτά γιατρεύτηκε αμέσως.
Τελικὰ ὁ Εὐφρόσυνος, πέθανε σὲ ἕνα ἐρημικὸ ἡσυχαστήριο. Καὶ ἡ
Ἐκκλησία, ποὺ ξέρει ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν ἔχει κανένα ἀνώτερο
δικαίωμα ἀπὸ ἕναν μάγειρα ἕνας βασιλιὰς ἢ φιλόσοφος, ἀνέγραψε μεταξὺ
τῶν ἁγίων της τὸν μάγειρο Εὐφρόσυνο, ἐπειδὴ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύει καὶ
νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’.
Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ
μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν
τὴν σήν,
ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν
ἐγνώρισεν ἡμῖν,
τὴν σὴν δόξαν
ὁ Θεός, δι’
ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε,
μετόχους
δεῖξον ταῖς πρεσβείαις
σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης
μέτοχος
τῆς οὐρανίου, γεγονὼς Εὐφρόσυνε, τῇ ἰσαγγέλῳ σου ζωῇ, ὤφθης
Ἀγγέλων ἰσότιμος, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων
σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἤσκησας
ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς, τρόποις ἐναρέτοις,
ἐκκαθάρας σου
τὴν ψυχήν·
ὅθεν τῆς ἀγήρω, μετέσχες εὐφροσύνης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων,
Πάτερ
Εὐφρόσυνε.
Πηγή
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου