Του Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου
Ό άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά καί της "Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή καί αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, πού διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική καί κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν επιφανείς εκκλησιαστικές μορφές, όπως ό θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλονιάς άγιος Γεράσιμος ό Νοταράς (+1579), ό εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) καί οι Πατριάρχες "Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) καί Χρύσανθος (+1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα καί ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο καί την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή καί συντοπίτη του άγιο Γεράσιμο Νοταρά.
Μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα, αλλά ή έλλειψη της συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών, για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Ό νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς καί τους αδυνάτους. Έτσι ό πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση καί ό Μιχαήλ παραμένει στην πατρική οίκία μελετώντας τη Γραφή καί διάφορα ψυχωφελή βιβλία.
Μετά το θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου, άναλαμβάνει ό ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, οπού άμιοθί εργάζεται άκατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. Το 1764 έκδημεΐ εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθενίας καί σύσσωμος κλήρος καί λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ διάδοχο ατό θρόνο της άποστολικής "Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι' αυτό καί ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α' τήν εκλογή του ενάρετου καί σεμνού Μιχαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη με τίς απαραίτητες συστατικές επιστολές καί χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέχεια πρεσβύτερος καί τον Ιανουάριο του 1765, σε ηλικία 34 ετών, Μητροπολίτης Κορίνθου.Επιστρέφει στην Κόρινθο, όπου ό λαός τον υποδέχεται με αγάπη, χαρά καί ένθουσιασμό, καί μιμούμενος τον αρχιποίμενα Χριστό αρχίζει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση τοΰ εκκλησιαστικού φρονήματος καί του πνευματικοϋ επιπέδου του λαού της Κορίνθου. Αφοσιώνεται με όλη του την ψυχή στήν αναμόρφωση της αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Κηρύττει άνελλιπώς το θείο Λόγο, τελεί δωρεάν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δωρίζει συγγράμματα κατηχήσεων για να διδάσκονται όλοι τά νοήματα της πίστης, μοιράζει κολυμπήθρες σε πόλεις καί χωριά, ιδρύει σχολεΐα, ανακαινίζει ιερούς ναούς καί φροντίζει ιδιαίτερα την επιμόρφωση του κλήρου της επαρχίας του.
Το σπουδαίο άνακαινιστικό έργο του αγίου διακόπτεται με την κήρυξη του ρωσοτουρκικοΰ πολέμου το 1768. Το 1770 υψώνει τη σημαία της επανάστασης στα Τρίκαλα, αλλά ή έπαναστατική κίνηση αποτυγχάνει καί αναγκάζεται να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου διδάσκει καί ιερουργέί για τρία χρόνια. Επισκέπτεσαι την Κεφαλονιά για να προσκυνήσει το ιερό καί χαριτόβρυτο λείψανο του αγίου Γερασίμου, καί παραμένει στο μοναστήρι τοΰ αγίου στα "Ομαλά για μερικούς μήνες,οπου συλλέγει καί συγγράφει παραινέσεις καί υποδείγματα οσίων Πατέρων. Στή συνέχεια μεταβαίνει στην Υδρα καί φιλοξενείται στο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. "Ασκεί ίεροκηρυκτικά καί άγιαστικά καθήκοντα προς τον ύδραϊκό λαό, Εγκαινιάζει ιερούς ναούς, όπως τον ίερό ναό των Αγίων Πάντων, πού οικοδομήθηκε το 1774, καί μονάζει για κάποιο χρονικό διάστημα στο άσκητήριο του Αγίου Ίωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας. Στήν Υδρα συναντιέται καί συνδέεται με στενή φιλία με τον Νάξιο Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα παριλάλητο όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, για να αποτελέσουν μαζί με τον άγιο "Αθανάσιο τον Πάριο τους άρχηγέτες του κινήματος των Κολλυβάδων καί τους πρωτεργάτες της φιλοκαλικής αναγέννησης των πατερικών καί χριστιανικών γραμμάτων. Στό μεταξύ του ζητείται να παραιτηθεί από το μητροπολιτικό θρόνο της Κορίνθου. Ό άγιος αρνείται καί απομακρύνεται αυθαίρετα καί αντικανονικά. Δέχεται άνεξίκακα την εκθρόνιση του, αλλά δεν έφησυχάζει καί γίνεται σταυροφόρος Χριστού.
Αυτοεξόριστος επισκέπτεται διάφορα νησιά του Αιγαίου καί ασκεί το ποιμαντικό καί ίεροκηρυκτικό του έργο. Επισκέπτεται τη Χίο καί αργότερα μεταβαίνει στο "Αγιο Όρος, οπού συλλέγει πολύτιμο υλικό από χειρόγραφα καί προετοιμάζει τη Φιλοκαλία.Στο Όρος όέν βρίσκει γαλήνιο λιμάνι σωτηρίας, άφοΰ ξεσπούν έντονες ταραχές καί συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης γνωστής ως έριδας των Κολλυβάδων. Το κίνημα των Κολλυβάδων εΐναι το πνευματικό εκείνο κίνημα πού εκδηλώθηκε στο "Αγιο Όρος περί τα μέσα του 18ου αιώνα καί αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας καί την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. Βασικά θέματα του κινήματος ήταν ή μη τέλεση μνημοσυνών την Κυριακή, πού είναι ή ημέρα της "Αναστάσεως του Κυρίου, ή ανάγκη για συχνή Θεία Μετάληψη καί ή μελέτη πατερικών, ασκητικών καί νηπτικών κειμένων, τονίζοντας την αξία του ήσυχασμοϋ καί την ευεργετική πνευματική επίδραση του ασκητικού ήθους.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλείπει το "Αγιο Όρος καί μεταβαίνει στη Χίο. Αργότερα φτάνει στην Πάτμο καί ιδρύει στο λόφο της Κουμάνας ησυχαστήριο με ναΰριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Στήν δεκαετή παραμονή του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης άσκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικοασκητικά κείμενα καί συγγράφει το βίο του οσίου Χριστοδούλου. Στή συνέχεια ό άγιος Μακάριος μεταβαίνει στη Σάμο καί άσκητεύει σε μικρό κελλί στην περιοχή του χωρίου Μύλοι, Οπου μετά την κοίμηση του άνεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ό όποιος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με μεγάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά το θάνατο του πατέρα του ό άγιος προσκαλείται από τα αδέλφια του, πού βρίσκονται στην "Υόρα, για να μεταβούν στα Τρίκαλα για τη διανομή της πατρικής περιουσίας.
Εξαιτίας των ταραχών εγκαταλείπει το "Αγιο Όρος καί μεταβαίνει στη Χίο. Αργότερα φτάνει στην Πάτμο καί ιδρύει στο λόφο της Κουμάνας ησυχαστήριο με ναΰριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Στήν δεκαετή παραμονή του στο ιερό νησί της Αποκάλυψης άσκητεύει, αντιγράφει κώδικες, συλλέγει υλικό για τη Φιλοκαλία, μεταφράζει νηπτικοασκητικά κείμενα καί συγγράφει το βίο του οσίου Χριστοδούλου. Στή συνέχεια ό άγιος Μακάριος μεταβαίνει στη Σάμο καί άσκητεύει σε μικρό κελλί στην περιοχή του χωρίου Μύλοι, Οπου μετά την κοίμηση του άνεγέρθηκε ναός προς τιμήν του, ό όποιος αποτελεί μέχρι σήμερα προσκύνημα με μεγάλη θαυματουργική παράδοση. Μετά το θάνατο του πατέρα του ό άγιος προσκαλείται από τα αδέλφια του, πού βρίσκονται στην "Υόρα, για να μεταβούν στα Τρίκαλα για τη διανομή της πατρικής περιουσίας.
Ή άκρα άσκητικότητα καί ή τέλεια άκτημοσύνη του τον οδηγούν στο να αρνηθεί το μερίδιο της κληρονομιάς, το όποιο παραχωρεί στα αδέλφια του, ενώ καίει όλα τα χρεώγραφα του πατέρα του καί χαρίζει τα χρέη στους οφειλέτες. Στή συνέχεια ταξιδεύει στη Σμύρνη, όπου αναζητεί καί βρίσκει χρηματοδότες για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ ενισχύει πνευματικά την οικογένεια του Ίωάννη Μαυροκορδάτου, ό οποίος αναλαμβάνει τα τυπογραφικά έξοδα των βιβλίων του αγίου. Στή συνέχεια μεταβαίνει στη Χίο, οπού εγκαθίσταται οριστικά σε ασκητικό καί ήσυχαστικό τόπο κοντά στο ναό του Αγίου Πέτρου στους βορειοανατολικούς πρόποδες του ορούς Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Στόν ασκητικό αυτό τόπο ό άγιος, ως μεγαλόσχημος πλέον μοναχός, έχοντας μαζί του καί τον υποτακτικό Ιάκωβο βρίσκει την ποθούμενη ησυχία καί επιδίδεται στήν αυστηρή άσκηση, τη φιλανθρωπία καί την ανάγνωση νηπτικοασκητικών πατερικών κειμένων. Με τη βοήθεια των κατοίκων της Χίου καί της Σμύρνης βοηθά τον Νήφωνα τον Χίο στην ανέγερση της Ιέρας Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ικαρία, οπού καί μεταβαίνει για να άσκητεύσει μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα. "Αργότερα στον περίβολο της μονής άνεγέρθηκε ναός προς τιμήν του αγίου Μακαρίου, οπού φυλάσσεται καί παλαιά εικόνα του αγίου, για να θυμίζει την άγιαστική καί ασκητική του παρουσία στο νησί. Επιστρέφοντας ατή Χίο κηρύττει στους ναούς, ενισχύει οικονομικά τους φτωχούς, προσφέρει άνακούφιση και παρηγοριά σε όσους έχουν ανάγκη, εντείνει τους ασκητικούς του αγώνες, επικοινωνεί αδιάλειπτα με τον Θεό.
Το 1782 εκδίδεται ή πεντάτομη Φιλοκαλία, πού αποτελεί μια ανθολογία από έργα ασκητικών καί νηπτικών πατέρων.Αργότερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», ό «Εύεργετινός» καί ή «Ιερή Κατήχηση» του Πλάτωνα Μόσχας, ενώ στο "Αγιο Όρος μεταφράζει έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έργο «Περί συνεχούς Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια καί αντιδράσεις καί ή Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίνδυνο καί απόβλητο. "Αργότερα όμως το βιβλίο δικαιώνεται καί επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ'. Στό άσκητήριό του ό άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα καί το άλειπτικό χάρισμα. "Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, πού με την πίστη καί τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυχώνει καί προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθηδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδητά προς το μαρτύριο ό Πολύδωρος ό Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ό πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ό Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ό Μάρκος ό Νέος από τη Σμύρνη (5 "Ιουνίου 1801), ό πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ό Πελοποννήσιος (14 "Απριλίου 1803). Ενισχύει οικονομικά τον Αδαμάντιο Κοραή, πού σπουδάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας, καί βοηθάει στην έκδοση του «Νέου Μαρτυρολογίου». Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο καί βιογράφο του άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του «Νέου Λειμωνάριου», το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, πού έγραψε καί την Ακολουθία του αγίου Μακαρίου. Στίς αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία δλο το δεξιό μέρος του σώματος του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί καί να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τίς 17 "Απριλίου το 1805, ημέρα πού ό γενάρχης του Φιλοκαλισμού παραδίδει το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από το ναό των Αγίων "Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ό όποιος από τότε μετονομάσθηκε από τον ευσεβή χιακό λαό σε ναό του Άγιου Μακαρίου. Ή άνακομιδή των λειψάνων του αγίου, πού φυλάσσονται σε ναούς καί μοναστήρια της Χίου καί της Κορινθίας, πραγματοποιήθηκε το 1808. Μετά την κοίμηση του αγίου ό μοναχός Κωνστάντιος από τη Θεσσαλία, από αγάπη καί σεβασμό στον δάσκαλο καί γέροντα του άγιο Μακάριο, πού γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τιμήν του, το 1815 στο χωριό Έλατα της Χίου καί γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου, ενώ την τελευταία δεκαετία άνεγέρθηκαν περικαλλεΐς ναοί έπ' ονόματι του αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, πού θεμελιώθηκε το 1989, καί στην Ιερά Μονή Αγίων Κηρύκου καί Ίουλίττης στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, πού θεμελιώθηκε το 1992. Αναρίθμητα εΐναι τα θαύματα πού με τη χάρη του Θεού τέλεσε ό άγιος στην πορεία των 200 ετών από την όσιακή του κοίμηση στίς 17 "Απριλίου του 1805 μέχρι τίς ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των "Ορθοδόξων ως ό ενάρετος καί φιλόστοργος ποιμενάρχης, ό μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ό ταπεινός διάκονος Χρίστου, ό συγγραφέας ψυχοσωτήριον βιβλίων, ό θαυματουργός άγιος.
Το 1782 εκδίδεται ή πεντάτομη Φιλοκαλία, πού αποτελεί μια ανθολογία από έργα ασκητικών καί νηπτικών πατέρων.Αργότερα εκδίδονται τα έργα «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», ό «Εύεργετινός» καί ή «Ιερή Κατήχηση» του Πλάτωνα Μόσχας, ενώ στο "Αγιο Όρος μεταφράζει έργα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το έργο «Περί συνεχούς Μεταλήψεως» προκαλεί σχόλια καί αντιδράσεις καί ή Σύνοδος του Πατριαρχείου το καταδικάζει ως επικίνδυνο καί απόβλητο. "Αργότερα όμως το βιβλίο δικαιώνεται καί επαινείται από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ'. Στό άσκητήριό του ό άγιος αναπτύσσει ιδιαίτερα καί το άλειπτικό χάρισμα. "Αναδεικνύεται ουρανόσταλτος οδηγός, πού με την πίστη καί τη διδασκαλία του συμβουλεύει, εμψυχώνει καί προετοιμάζει προς το μαρτύριο πολλούς νεομάρτυρες. Χάρη στην πνευματική καθηδήγησή του οδηγήθηκαν συνειδητά προς το μαρτύριο ό Πολύδωρος ό Κύπριος (3 Σεπτεμβρίου 1794), ό πολιούχος της Μυτιλήνης Θεόδωρος ό Βυζάντιος (17 Φεβρουαρίου 1795), ό Μάρκος ό Νέος από τη Σμύρνη (5 "Ιουνίου 1801), ό πολιούχος της Τριπόλεως Δημήτριος ό Πελοποννήσιος (14 "Απριλίου 1803). Ενισχύει οικονομικά τον Αδαμάντιο Κοραή, πού σπουδάζει στο Μονπελλιέ της Γαλλίας, καί βοηθάει στην έκδοση του «Νέου Μαρτυρολογίου». Συνεργάζεται με τον επιστήθιο φίλο καί βιογράφο του άγιο Αθανάσιο τον Πάριο για τη σύνταξη του «Νέου Λειμωνάριου», το οποίο εκδίδεται το 1819 στη Βενετία από τον Νικηφόρο τον Χίο, πού έγραψε καί την Ακολουθία του αγίου Μακαρίου. Στίς αρχές Σεπτεμβρίου του 1804 προσβάλλεται από ημιπληγία δλο το δεξιό μέρος του σώματος του, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί καί να γράψει για οκτώ μήνες μέχρι τίς 17 "Απριλίου το 1805, ημέρα πού ό γενάρχης του Φιλοκαλισμού παραδίδει το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό. Ενταφιάστηκε δεξιά από το ναό των Αγίων "Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ό όποιος από τότε μετονομάσθηκε από τον ευσεβή χιακό λαό σε ναό του Άγιου Μακαρίου. Ή άνακομιδή των λειψάνων του αγίου, πού φυλάσσονται σε ναούς καί μοναστήρια της Χίου καί της Κορινθίας, πραγματοποιήθηκε το 1808. Μετά την κοίμηση του αγίου ό μοναχός Κωνστάντιος από τη Θεσσαλία, από αγάπη καί σεβασμό στον δάσκαλο καί γέροντα του άγιο Μακάριο, πού γνώρισε στην Ύδρα, ανεγείρει τους δύο πρώτους ναούς προς τιμήν του, το 1815 στο χωριό Έλατα της Χίου καί γύρω στο 1820 στο χωριό Μύλοι της Σάμου, ενώ την τελευταία δεκαετία άνεγέρθηκαν περικαλλεΐς ναοί έπ' ονόματι του αγίου Μακαρίου στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, πού θεμελιώθηκε το 1989, καί στην Ιερά Μονή Αγίων Κηρύκου καί Ίουλίττης στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, πού θεμελιώθηκε το 1992. Αναρίθμητα εΐναι τα θαύματα πού με τη χάρη του Θεού τέλεσε ό άγιος στην πορεία των 200 ετών από την όσιακή του κοίμηση στίς 17 "Απριλίου του 1805 μέχρι τίς ημέρες μας, ώστε να παραμένει στη συνείδηση των "Ορθοδόξων ως ό ενάρετος καί φιλόστοργος ποιμενάρχης, ό μεγάλος διδάσκαλος του Γένους, ό ταπεινός διάκονος Χρίστου, ό συγγραφέας ψυχοσωτήριον βιβλίων, ό θαυματουργός άγιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου